σπερματοβλάστη

σπερματοβλάστη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σπερματοβλάστη" в других словарях:

  • σπερματοβλάστη — και σπερμοβλάστη και σπερμιοβλάστη, η, Ν βοτ. η σπερματική βλάστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatoblast / spermoblast < σπέρμα, ατος + βλαστός)] …   Dictionary of Greek

  • σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • σπερμιοβλάστη — η, Ν βιολ. βλ. σπερματοβλάστη …   Dictionary of Greek

  • σπερμοβλάστη — η, Ν βοτ. βλ. σπερματοβλάστη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»