σπερματοβλάστη
Смотреть что такое "σπερματοβλάστη" в других словарях:
σπερματοβλάστη — και σπερμοβλάστη και σπερμιοβλάστη, η, Ν βοτ. η σπερματική βλάστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatoblast / spermoblast < σπέρμα, ατος + βλαστός)] … Dictionary of Greek
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
σπερμιοβλάστη — η, Ν βιολ. βλ. σπερματοβλάστη … Dictionary of Greek
σπερμοβλάστη — η, Ν βοτ. βλ. σπερματοβλάστη … Dictionary of Greek